- ἐσφάλην
- σφάλλωmake to fallaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)σφάλλωmake to fallaor ind pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'σφάλην — ἐσφάλην , σφάλλω make to fall aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐσφάλην , σφάλλω make to fall aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροσφαλής — ές (Α ἀκροσφαλής) αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω] … Dictionary of Greek